ὑπεξαιροῦμαι

ὑπεξαιροῦμαι
ὑπεξαιρέω
take away from below
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
ὑπεξαιρέω
take away from below
pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπεξαιρούμαι — υπεξαιρούμαι, υπεξαιρέθηκα βλ. πίν. 77 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπεξαιρώ — ὑπεξαιρῶ, έω, ΝΑ [ἐξαιρῶ] (στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. βγάζω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”